Τον Υλαν κραυγαζεις;

Μετά από μερικές ημέρες ταξιδιού, οι Αργοναύτες έφτασαν στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Κίου στην Προποντίδα. Εκεί υποδεχτήκαν με προθυμία τους Αργοναύτες οι ντόπιοι κάτοικοι και οργάνωσαν ένα γεύμα στην ακτή. Ο Ηρακλής, στο μεταξύ, πήγε σε ένα κοντινό δάσος για να κόψει ένα δέντρο και να αντικαταστήσει το κουπί του που είχε σπάσει. Οι Αργοναύτες αποφάσισαν να στείλουν τον Ύλα, αγαπημένο φίλο του Ηρακλή, να φέρει νερό από μια πηγή στο ίδιο δάσος.

Η νύχτα ήταν φωτεινή λόγω της φεγγαρόφωτης ομορφιάς και οι Νύμφες του δάσους και των πηγών βγήκαν από τις κρυψώνες τους. Δυστυχώς, η Νύμφη της πηγής όπου πήγε ο Ύλας να πάρει νερό, γοητευμένη από την ομορφιά του, τον τράβηξε μέσα στα νερά και τον κράτησε αιχμάλωτο. Ο Αργοναύτης Πολύφημος, που είχε έρθει κι αυτός να συναντήσει τον Ηρακλή, άκουσε τις φωνές του Ύλα που ζητούσε βοήθεια κι έτρεξε με το σπαθί του για να τον βοηθήσει. Έπειτα από λίγο, συναντήθηκε με τον Ηρακλή και μαζί ξεκίνησαν να τον αναζητούν.

Οι υπόλοιποι Αργοναύτες, που αρχικά δεν αντιλήφθηκαν ότι λείπουν οι τρεις σύντροφοί τους, σήκωσαν πανιά και αναχώρησαν από την παραλία προς το ανοιχτό πέλαγος. Σύντομα, ο Τελαμώνας αντιλήφθηκε την απουσία και, εκνευρισμένος, ζήτησε από τον τιμονιέρη Τίφυ να επιστρέψουν στη Μυσία. Ωστόσο, ο θεός Γλαύκος εμφανίστηκε από τη θάλασσα και αποκάλυψε στους Αργοναύτες ότι ήταν σχέδιο του Δία, ο Ηρακλής και ο Πολύφημος να παραμείνουν στη Μυσία.

Ο βασιλιάς τους, Αμύκος, ο οποίος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Μελίας, προκαλούσε σε μονομαχία όλους τους ξένους που περνούσαν από εκεί, αναζητώντας νερό. Ο Αμύκος θεωρείτο πως ήταν ο εφευρέτης της πυγμαχίας....